Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inesaurìbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inezawˈribile]

1 ανεξάντλητος
2 αδιάκοπος
3 αδιάλειπτος
4 αέναος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inesaudito inesauribilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inesattamente (επίρ.)
inesattezza (θηλ.ουσ)
inesatto (επίθ.)
inesaudibile (επίθ.)
inesaudito (επίθ.)
inesauribile (επίθ.)
inesauribilità (θηλ.ουσ)
inesausto (επίθ.)
inescare (ρ. μτβ.)
inescusabile (επίθ.)
ineseguibile (επίθ.)
ineseguito (επίθ.)
inesigibile (επίθ.)
inesigibilità (θηλ.ουσ)
inesistente (επίθ.)
inesistenza (θηλ.ουσ)
inesorabile (επίθ.)
inesorabilità (θηλ.ουσ)
inesperienza (θηλ.ουσ)
inesperto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---