Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inesàtto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ineˈzatto]

1 αναληθής
2 ανείσπρακτος
3 ανακριβής
4 ασυγκέντρωτος
5 αβάσιμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inesattezza inesaudibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inerte (επίθ.)
inerzia (θηλ.ουσ)
inerziale (επίθ.)
inesattamente (επίρ.)
inesattezza (θηλ.ουσ)
inesatto (επίθ.)
inesaudibile (επίθ.)
inesaudito (επίθ.)
inesauribile (επίθ.)
inesauribilità (θηλ.ουσ)
inesausto (επίθ.)
inescare (ρ. μτβ.)
inescusabile (επίθ.)
ineseguibile (επίθ.)
ineseguito (επίθ.)
inesigibile (επίθ.)
inesigibilità (θηλ.ουσ)
inesistente (επίθ.)
inesistenza (θηλ.ουσ)
inesorabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---