Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inesistènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inezisˈtɛntsa]

Ανυπαρξία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inesistente inesorabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ineseguibile (επίθ.)
ineseguito (επίθ.)
inesigibile (επίθ.)
inesigibilità (θηλ.ουσ)
inesistente (επίθ.)
inesistenza (θηλ.ουσ)
inesorabile (επίθ.)
inesorabilità (θηλ.ουσ)
inesperienza (θηλ.ουσ)
inesperto (επίθ.)
inespiabile (επίθ.)
inespiato (επίθ.)
inesplicabile (επίθ.)
inesplicabilità (θηλ.ουσ)
inesplicato (επίθ.)
inesplorabile (επίθ.)
inesplorato (επίθ.)
inesploso (επίθ.)
inespressivo (επίθ.)
inespresso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---