Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inesplòso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inesˈplɔzo]

άσκαστος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inesplorato inespressivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inesplicabile (επίθ.)
inesplicabilità (θηλ.ουσ)
inesplicato (επίθ.)
inesplorabile (επίθ.)
inesplorato (επίθ.)
inesploso (επίθ.)
inespressivo (επίθ.)
inespresso (επίθ.)
inesprimibile (επίθ.)
inespugnabile (επίθ.)
inespugnabilità (θηλ.ουσ)
inespugnato (επίθ.)
inessiccabile (επίθ.)
inestensibile (επίθ.)
inestensibilità (θηλ.ουσ)
inestimabile (επίθ.)
inestinguibile (επίθ.)
inestinto (επίθ.)
inestirpabile (επίθ.)
inestricabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---