Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inessiccàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inessikˈkabile]

1 που δεν ξεραίνεται ποτέ
2 ανεξάντλητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inespugnato inestensibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inespresso (επίθ.)
inesprimibile (επίθ.)
inespugnabile (επίθ.)
inespugnabilità (θηλ.ουσ)
inespugnato (επίθ.)
inessiccabile (επίθ.)
inestensibile (επίθ.)
inestensibilità (θηλ.ουσ)
inestimabile (επίθ.)
inestinguibile (επίθ.)
inestinto (επίθ.)
inestirpabile (επίθ.)
inestricabile (επίθ.)
inettitudine (θηλ.ουσ)
inetto (ουσ αρσ )
inetto (επίθ.)
inevaso (επίθ.)
inevitabile (ουσ αρσ )
inevitabile (επίθ.)
inevitabilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---