Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inevitàbile  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ineviˈtabile]

το αναπόφευκτο

inevitàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ineviˈtabile]

αναπόφευκτος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inevaso inevitabilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inestricabile (επίθ.)
inettitudine (θηλ.ουσ)
inetto (ουσ αρσ )
inetto (επίθ.)
inevaso (επίθ.)
inevitabile (ουσ αρσ )
inevitabile (επίθ.)
inevitabilità (θηλ.ουσ)
in extremis (επίρ.)
inezia (θηλ.ουσ)
infagottare (ρ. μτβ.)
infagottarsi (ρ.μ. (αντων.))
infaldare (ρ. μτβ.)
infaldatura (θηλ.ουσ)
infallibile (επίθ.)
infallibilità (θηλ.ουσ)
infamante (επίθ.)
infamare (ρ. μτβ.)
infamarsi (ρ.μ. (αντων.))
infamatorio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---