Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infamàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [infaˈmare]

1 δυσφημίζω
2 διαβάλλω
3 δυσφημώ
4 ντροπιάζω
5 συκοφαντώ
6 περιυβρίζω
7 κακολογώ
8 κατασυκοφαντώ

infamarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [infaˈmarsi]

Ντροπιάζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infamante infamatorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infaldare (ρ. μτβ.)
infaldatura (θηλ.ουσ)
infallibile (επίθ.)
infallibilità (θηλ.ουσ)
infamante (επίθ.)
infamare (ρ. μτβ.)
infamarsi (ρ.μ. (αντων.))
infamatorio (επίθ.)
infame (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
infamia (θηλ.ουσ)
infanatichire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
infanatichirsi (ρ.μ. (αντων.))
infangare (ρ. μτβ.)
infangarsi (ρ.μ. (αντων.))
infangato (επίθ.)
infanta (θηλ.ουσ)
infante (ουσ αρσ και θηλ.)
infante (ουσ αρσ )
infante (επίθ.)
infanticida (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---