Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infànta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inˈfanta]

κόρη ισπανού μονάρχη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infangato infante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infanatichire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
infanatichirsi (ρ.μ. (αντων.))
infangare (ρ. μτβ.)
infangarsi (ρ.μ. (αντων.))
infangato (επίθ.)
infanta (θηλ.ουσ)
infante (ουσ αρσ και θηλ.)
infante (ουσ αρσ )
infante (επίθ.)
infanticida (ουσ αρσ και θηλ.)
infanticidio (ουσ αρσ )
infantile (επίθ.)
infantilismo (ουσ αρσ )
infantilità (θηλ.ουσ)
infanzia (θηλ.ουσ)
infarcimento (ουσ αρσ )
infarcire (ρ. μτβ.)
infarinare (ρ. μτβ.)
infarinarsi (ρ.μ. (αντων.))
infarinatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---