Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infantìle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [infanˈtile]

παιδικός (-ή, -ό), νηπιακός (-ή, -ό), παιδιάστικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infanticidio infantilismo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


asilo [αρσ.] infantile = ο παιδικός σταθμός


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infante (ουσ αρσ και θηλ.)
infante (ουσ αρσ )
infante (επίθ.)
infanticida (ουσ αρσ και θηλ.)
infanticidio (ουσ αρσ )
infantile (επίθ.)
infantilismo (ουσ αρσ )
infantilità (θηλ.ουσ)
infanzia (θηλ.ουσ)
infarcimento (ουσ αρσ )
infarcire (ρ. μτβ.)
infarinare (ρ. μτβ.)
infarinarsi (ρ.μ. (αντων.))
infarinatura (θηλ.ουσ)
infarto (ουσ αρσ )
infartuato (αρσ. επίθ και ουσ)
infastidire (ρ. μτβ.)
infastidirsi (ρ.μ. (αντων.))
infaticabile (επίθ.)
infaticabilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---