Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infànzia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inˈfantsja]

1 μικράτα
2 πρώτα στάδια ανάπτυξης
3 παιδική ηλικία
4 νηπιακή ηλικία
5 παιδιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infantilità infarcimento  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


alimenti [αρσ. πλυθ.] per l'infanzia = οι βρεφικές τροφές [f.]


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infanticida (ουσ αρσ και θηλ.)
infanticidio (ουσ αρσ )
infantile (επίθ.)
infantilismo (ουσ αρσ )
infantilità (θηλ.ουσ)
infanzia (θηλ.ουσ)
infarcimento (ουσ αρσ )
infarcire (ρ. μτβ.)
infarinare (ρ. μτβ.)
infarinarsi (ρ.μ. (αντων.))
infarinatura (θηλ.ουσ)
infarto (ουσ αρσ )
infartuato (αρσ. επίθ και ουσ)
infastidire (ρ. μτβ.)
infastidirsi (ρ.μ. (αντων.))
infaticabile (επίθ.)
infaticabilità (θηλ.ουσ)
infatti (επίρ.)
infatuare (ρ. μτβ.)
infatuarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---