Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infatuàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [infatuˈare]

1 ξεμυαλίζω
2 εμπνέω ενθουσιασμό
3 αποτρελαίνω
4 εμπνέω αγάπη
5 ξετρελαίνω

infatuàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [infatuˈarsi]

1 μου αρέσει υπερβολικά
2 ερωτεύομαι παράφορα
3 ξετρελαίνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infatti infatuato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infastidire (ρ. μτβ.)
infastidirsi (ρ.μ. (αντων.))
infaticabile (επίθ.)
infaticabilità (θηλ.ουσ)
infatti (επίρ.)
infatuare (ρ. μτβ.)
infatuarsi (ρ. μ. αμτβ.)
infatuato (επίθ.)
infatuazione (θηλ.ουσ)
infausto (επίθ.)
infecondità (θηλ.ουσ)
infecondo (επίθ.)
infedele (ουσ αρσ και θηλ.)
infedele (επίθ.)
infedeltà (θηλ.ουσ)
infelice (ουσ αρσ και θηλ.)
infelice (επίθ.)
infelicità (θηλ.ουσ)
infeltrimento (ουσ αρσ )
infeltrire (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---