Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infelìce  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [infeˈliʧe]

1 φουκαράς
2 πάμφτωχος
3 δυστυχισμένος άνθρωπος
4 ανάπηρος άνθρωπος
5 διανοητικά καθυστερημένος
6 άτομο με ειδικές ανάγκες

infelìce  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [infeˈliʧe]

δυστυχής (-ής, -ές)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infedeltà infelicità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infecondità (θηλ.ουσ)
infecondo (επίθ.)
infedele (ουσ αρσ και θηλ.)
infedele (επίθ.)
infedeltà (θηλ.ουσ)
infelice (ουσ αρσ και θηλ.)
infelice (επίθ.)
infelicità (θηλ.ουσ)
infeltrimento (ουσ αρσ )
infeltrire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
infeltrirsi (ρ.μ. (αντων.))
inferenza (θηλ.ουσ)
inferi (ουσ αρσ )
inferiore (επίθ.)
inferiorità (θηλ.ουσ)
inferiormente (επίρ.)
inferire (ρ. μτβ.)
inferitura (θηλ.ουσ)
infermeria (θηλ.ουσ)
infermiera (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---