Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinfelìce
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [infeˈliʧe] 1 φουκαράς 2 πάμφτωχος 3 δυστυχισμένος άνθρωπος 4 ανάπηρος άνθρωπος 5 διανοητικά καθυστερημένος 6 άτομο με ειδικές ανάγκες infelìce επίθετο Προσφορά I.P.A.: [infeˈliʧe] δυστυχής (-ής, -ές) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |