Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inferióre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [infeˈrjore]

1 (qualità) κατώτερος (-η, -ο)
2 (numero) μικρότερος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inferi inferiorità  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


il labbro [αρσ.] inferiore = το κάτω χείλος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infeltrimento (ουσ αρσ )
infeltrire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
infeltrirsi (ρ.μ. (αντων.))
inferenza (θηλ.ουσ)
inferi (ουσ αρσ )
inferiore (επίθ.)
inferiorità (θηλ.ουσ)
inferiormente (επίρ.)
inferire (ρ. μτβ.)
inferitura (θηλ.ουσ)
infermeria (θηλ.ουσ)
infermiera (θηλ.ουσ)
infermiere (ουσ αρσ )
infermieristico (επίθ.)
infermità (θηλ.ουσ)
infermo (ουσ αρσ )
infermo (επίθ.)
infernale (επίθ.)
inferno (ουσ αρσ )
inferocire (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---