Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinferióre
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [infeˈrjore] 1 (qualità) κατώτερος (-η, -ο) 2 (numero) μικρότερος (-η, -ο) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαil labbro [αρσ.] inferiore = το κάτω χείλος Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |