Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infeltriménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [infeltriˈmento]

1 τσόχα
2 πίλημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infelicità infeltrire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infedele (επίθ.)
infedeltà (θηλ.ουσ)
infelice (ουσ αρσ και θηλ.)
infelice (επίθ.)
infelicità (θηλ.ουσ)
infeltrimento (ουσ αρσ )
infeltrire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
infeltrirsi (ρ.μ. (αντων.))
inferenza (θηλ.ουσ)
inferi (ουσ αρσ )
inferiore (επίθ.)
inferiorità (θηλ.ουσ)
inferiormente (επίρ.)
inferire (ρ. μτβ.)
inferitura (θηλ.ουσ)
infermeria (θηλ.ουσ)
infermiera (θηλ.ουσ)
infermiere (ουσ αρσ )
infermieristico (επίθ.)
infermità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---