infelicità
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [infeliʧiˈta]
1 κακοδαιμονία
2 μιζέρια
3 κακομοιριά
4 κακοπραγία
5 κακοριζικιά
6 συμφορά
7 αναξιοπάθεια
8 δυστυχία
9 κακοτυχία
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [infeliʧiˈta]
1 κακοδαιμονία
2 μιζέρια
3 κακομοιριά
4 κακοπραγία
5 κακοριζικιά
6 συμφορά
7 αναξιοπάθεια
8 δυστυχία
9 κακοτυχία
permalink
infelicità (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android