Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inferìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [infeˈrire]

1 εξάγω συμπέρασμα
2 συμπεραίνω αφαιρετικά
3 βγάζω συμπέρασμα τεκμηριωμένα
4 επιβάλλω
5 προκαλώ
6 προξενώ
7 καταφέρνω
8 επιφέρω
9 συμπεραίνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inferiormente inferitura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inferenza (θηλ.ουσ)
inferi (ουσ αρσ )
inferiore (επίθ.)
inferiorità (θηλ.ουσ)
inferiormente (επίρ.)
inferire (ρ. μτβ.)
inferitura (θηλ.ουσ)
infermeria (θηλ.ουσ)
infermiera (θηλ.ουσ)
infermiere (ουσ αρσ )
infermieristico (επίθ.)
infermità (θηλ.ουσ)
infermo (ουσ αρσ )
infermo (επίθ.)
infernale (επίθ.)
inferno (ουσ αρσ )
inferocire (ρ.αμτβ.)
inferocire (ρ. μτβ.)
inferocirsi (ρ.μ. (αντων.))
inferriata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---