Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infatuàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [infatuˈato]

1 ξετρελαμένος
2 ενθουσιασμένος
3 τρελός από έρωτα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infatuarsi infatuazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infaticabile (επίθ.)
infaticabilità (θηλ.ουσ)
infatti (επίρ.)
infatuare (ρ. μτβ.)
infatuarsi (ρ. μ. αμτβ.)
infatuato (επίθ.)
infatuazione (θηλ.ουσ)
infausto (επίθ.)
infecondità (θηλ.ουσ)
infecondo (επίθ.)
infedele (ουσ αρσ και θηλ.)
infedele (επίθ.)
infedeltà (θηλ.ουσ)
infelice (ουσ αρσ και θηλ.)
infelice (επίθ.)
infelicità (θηλ.ουσ)
infeltrimento (ουσ αρσ )
infeltrire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
infeltrirsi (ρ.μ. (αντων.))
inferenza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---