Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infastidìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [infastiˈdire]

ενοχλώ

infastidirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [infastiˈdirsi]

1 βαριέμαι
2 ενοχλούμαι
3 νευριάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infartuato infaticabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infarinare (ρ. μτβ.)
infarinarsi (ρ.μ. (αντων.))
infarinatura (θηλ.ουσ)
infarto (ουσ αρσ )
infartuato (αρσ. επίθ και ουσ)
infastidire (ρ. μτβ.)
infastidirsi (ρ.μ. (αντων.))
infaticabile (επίθ.)
infaticabilità (θηλ.ουσ)
infatti (επίρ.)
infatuare (ρ. μτβ.)
infatuarsi (ρ. μ. αμτβ.)
infatuato (επίθ.)
infatuazione (θηλ.ουσ)
infausto (επίθ.)
infecondità (θηλ.ουσ)
infecondo (επίθ.)
infedele (ουσ αρσ και θηλ.)
infedele (επίθ.)
infedeltà (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---