Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinfarinatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [infarinaˈtura] 1 το αλεύρωμα 2 (figurato) η επιπόλαια γνώση permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαavere un'infarinatura = έχω μια επιφανειακή γνώση Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |