Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infarciménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [infarʧiˈmento]

1 γέμιση
2 παραγέμισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infanzia infarcire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infanticidio (ουσ αρσ )
infantile (επίθ.)
infantilismo (ουσ αρσ )
infantilità (θηλ.ουσ)
infanzia (θηλ.ουσ)
infarcimento (ουσ αρσ )
infarcire (ρ. μτβ.)
infarinare (ρ. μτβ.)
infarinarsi (ρ.μ. (αντων.))
infarinatura (θηλ.ουσ)
infarto (ουσ αρσ )
infartuato (αρσ. επίθ και ουσ)
infastidire (ρ. μτβ.)
infastidirsi (ρ.μ. (αντων.))
infaticabile (επίθ.)
infaticabilità (θηλ.ουσ)
infatti (επίρ.)
infatuare (ρ. μτβ.)
infatuarsi (ρ. μ. αμτβ.)
infatuato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---