Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinfarinàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [infariˈnare] 1 πασαλείβω με επιπόλαιες και αποσπασματικές γνώσεις 2 αλευρώνω infarinarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [infariˈnarsi] 1 πουδράρομαι 2 αλευρώνομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |