Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infartuàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [infartuˈato]

1 εμφραγματίας
2 άρρωστος με έμφραγμα (μυοκαρδίου)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infarto infastidire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infarcire (ρ. μτβ.)
infarinare (ρ. μτβ.)
infarinarsi (ρ.μ. (αντων.))
infarinatura (θηλ.ουσ)
infarto (ουσ αρσ )
infartuato (αρσ. επίθ και ουσ)
infastidire (ρ. μτβ.)
infastidirsi (ρ.μ. (αντων.))
infaticabile (επίθ.)
infaticabilità (θηλ.ουσ)
infatti (επίρ.)
infatuare (ρ. μτβ.)
infatuarsi (ρ. μ. αμτβ.)
infatuato (επίθ.)
infatuazione (θηλ.ουσ)
infausto (επίθ.)
infecondità (θηλ.ουσ)
infecondo (επίθ.)
infedele (ουσ αρσ και θηλ.)
infedele (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---