Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infangàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [infanˈgare]

1 καταλασπώνω
2 λασπολογώ εναντίον κάποιου
3 ντροπιάζω
4 βρομίζω
5 λασπώνω

infangarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [infanˈgarsi]

1 ντροπιάζομαι
2 λασπώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infanatichirsi infangato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infamatorio (επίθ.)
infame (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
infamia (θηλ.ουσ)
infanatichire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
infanatichirsi (ρ.μ. (αντων.))
infangare (ρ. μτβ.)
infangarsi (ρ.μ. (αντων.))
infangato (επίθ.)
infanta (θηλ.ουσ)
infante (ουσ αρσ και θηλ.)
infante (ουσ αρσ )
infante (επίθ.)
infanticida (ουσ αρσ και θηλ.)
infanticidio (ουσ αρσ )
infantile (επίθ.)
infantilismo (ουσ αρσ )
infantilità (θηλ.ουσ)
infanzia (θηλ.ουσ)
infarcimento (ουσ αρσ )
infarcire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---