Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infamatòrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [infamaˈtɔrjo]

1 δυσφημιστικός
2 συκοφαντικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infamarsi infame  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infallibile (επίθ.)
infallibilità (θηλ.ουσ)
infamante (επίθ.)
infamare (ρ. μτβ.)
infamarsi (ρ.μ. (αντων.))
infamatorio (επίθ.)
infame (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
infamia (θηλ.ουσ)
infanatichire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
infanatichirsi (ρ.μ. (αντων.))
infangare (ρ. μτβ.)
infangarsi (ρ.μ. (αντων.))
infangato (επίθ.)
infanta (θηλ.ουσ)
infante (ουσ αρσ και θηλ.)
infante (ουσ αρσ )
infante (επίθ.)
infanticida (ουσ αρσ και θηλ.)
infanticidio (ουσ αρσ )
infantile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---