Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infagottàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [infagotˈtare]

1 ντύνω ζεστά
2 τυλίγω

infagottarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [infagotˈtarsi]

ντύνομαι ζεστά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inezia infaldare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inevitabile (ουσ αρσ )
inevitabile (επίθ.)
inevitabilità (θηλ.ουσ)
in extremis (επίρ.)
inezia (θηλ.ουσ)
infagottare (ρ. μτβ.)
infagottarsi (ρ.μ. (αντων.))
infaldare (ρ. μτβ.)
infaldatura (θηλ.ουσ)
infallibile (επίθ.)
infallibilità (θηλ.ουσ)
infamante (επίθ.)
infamare (ρ. μτβ.)
infamarsi (ρ.μ. (αντων.))
infamatorio (επίθ.)
infame (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
infamia (θηλ.ουσ)
infanatichire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
infanatichirsi (ρ.μ. (αντων.))
infangare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---