Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inextremis
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [ineksˈtremis]

1 την τελευταία στιγμή
2 την ύστατη στιγμή
3 σε εξαιρετικές περιπτώσεις
4 στο κατώφλι του θανάτου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inevitabilità inezia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inetto (επίθ.)
inevaso (επίθ.)
inevitabile (ουσ αρσ )
inevitabile (επίθ.)
inevitabilità (θηλ.ουσ)
in extremis (επίρ.)
inezia (θηλ.ουσ)
infagottare (ρ. μτβ.)
infagottarsi (ρ.μ. (αντων.))
infaldare (ρ. μτβ.)
infaldatura (θηλ.ουσ)
infallibile (επίθ.)
infallibilità (θηλ.ουσ)
infamante (επίθ.)
infamare (ρ. μτβ.)
infamarsi (ρ.μ. (αντων.))
infamatorio (επίθ.)
infame (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
infamia (θηλ.ουσ)
infanatichire (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---