Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inestricàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inestriˈkabile]

1 αξεμπέρδευτος
2 λαβυρινθώδης
3 αξεδιάλυτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inestirpabile inettitudine  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inestensibilità (θηλ.ουσ)
inestimabile (επίθ.)
inestinguibile (επίθ.)
inestinto (επίθ.)
inestirpabile (επίθ.)
inestricabile (επίθ.)
inettitudine (θηλ.ουσ)
inetto (ουσ αρσ )
inetto (επίθ.)
inevaso (επίθ.)
inevitabile (ουσ αρσ )
inevitabile (επίθ.)
inevitabilità (θηλ.ουσ)
in extremis (επίρ.)
inezia (θηλ.ουσ)
infagottare (ρ. μτβ.)
infagottarsi (ρ.μ. (αντων.))
infaldare (ρ. μτβ.)
infaldatura (θηλ.ουσ)
infallibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---