Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inesplicabilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inesplikabiliˈta]

ανεξήγητη κατάσταση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inesplicabile inesplicato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inesperienza (θηλ.ουσ)
inesperto (επίθ.)
inespiabile (επίθ.)
inespiato (επίθ.)
inesplicabile (επίθ.)
inesplicabilità (θηλ.ουσ)
inesplicato (επίθ.)
inesplorabile (επίθ.)
inesplorato (επίθ.)
inesploso (επίθ.)
inespressivo (επίθ.)
inespresso (επίθ.)
inesprimibile (επίθ.)
inespugnabile (επίθ.)
inespugnabilità (θηλ.ουσ)
inespugnato (επίθ.)
inessiccabile (επίθ.)
inestensibile (επίθ.)
inestensibilità (θηλ.ουσ)
inestimabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---