Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inesistènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inezisˈtɛnte]

1 ανυπόστατος
2 ανύπαρκτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inesigibilità inesistenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inescusabile (επίθ.)
ineseguibile (επίθ.)
ineseguito (επίθ.)
inesigibile (επίθ.)
inesigibilità (θηλ.ουσ)
inesistente (επίθ.)
inesistenza (θηλ.ουσ)
inesorabile (επίθ.)
inesorabilità (θηλ.ουσ)
inesperienza (θηλ.ουσ)
inesperto (επίθ.)
inespiabile (επίθ.)
inespiato (επίθ.)
inesplicabile (επίθ.)
inesplicabilità (θηλ.ουσ)
inesplicato (επίθ.)
inesplorabile (επίθ.)
inesplorato (επίθ.)
inesploso (επίθ.)
inespressivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---