Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inerènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ineˈrɛnte]

1 συναφής
2 ενυπάρχων
3 συμφυής
4 δομικός
5 συνοδός
6 συνεπαγόμενος
7 αφορών
8 έμφυτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inerbire inerenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ineluttabile (επίθ.)
ineluttabilità (θηλ.ουσ)
inenarrabile (επίθ.)
inequivocabile (επίθ.)
inerbire (ρ. μτβ.)
inerente (επίθ.)
inerenza (θηλ.ουσ)
inerme (επίθ.)
inerpicarsi (ρ. μ. αμτβ.)
inerte (επίθ.)
inerzia (θηλ.ουσ)
inerziale (επίθ.)
inesattamente (επίρ.)
inesattezza (θηλ.ουσ)
inesatto (επίθ.)
inesaudibile (επίθ.)
inesaudito (επίθ.)
inesauribile (επίθ.)
inesauribilità (θηλ.ουσ)
inesausto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---