Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ineducàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ineduˈkato]

1 τραχύς
2 χοντροκομμένος
3 ωμός
4 κακοαναθρεμμένος
5 αγενής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ineducabile ineducazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ineccepibile (επίθ.)
inedia (θηλ.ουσ)
inedificabile (επίθ.)
inedito (επίθ.)
ineducabile (επίθ.)
ineducato (επίθ.)
ineducazione (θηλ.ουσ)
ineffabile (επίθ.)
ineffabilità (θηλ.ουσ)
ineffettuabile (επίθ.)
inefficace (επίθ.)
inefficacia (θηλ.ουσ)
inefficiente (επίθ.)
inefficienza (θηλ.ουσ)
ineguagliabile (επίθ.)
ineguaglianza (θηλ.ουσ)
ineguale (επίθ.)
inegualità (θηλ.ουσ)
inelegante (επίθ.)
ineleganza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---