Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ineccepìbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inetʧeˈpibile]

1 άψογος
2 αδιαμφισβήτητος
3 εξαίρετος
4 ανεπίληπτος
5 άμεμπτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inebriarsi inedia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inebetito (επίθ.)
inebriamento (ουσ αρσ )
inebriante (επίθ.)
inebriare (ρ. μτβ.)
inebriarsi (ρ.μ. (αντων.))
ineccepibile (επίθ.)
inedia (θηλ.ουσ)
inedificabile (επίθ.)
inedito (επίθ.)
ineducabile (επίθ.)
ineducato (επίθ.)
ineducazione (θηλ.ουσ)
ineffabile (επίθ.)
ineffabilità (θηλ.ουσ)
ineffettuabile (επίθ.)
inefficace (επίθ.)
inefficacia (θηλ.ουσ)
inefficiente (επίθ.)
inefficienza (θηλ.ουσ)
ineguagliabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---