Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inebriaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inebriaˈmento]

1 μέθη
2 μεθύσι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inebetito inebriante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

induzione (θηλ.ουσ)
inebetire (ρ.αμτβ.)
inebetire (ρ. μτβ.)
inebetirsi (ρ.μ. (αντων.))
inebetito (επίθ.)
inebriamento (ουσ αρσ )
inebriante (επίθ.)
inebriare (ρ. μτβ.)
inebriarsi (ρ.μ. (αντων.))
ineccepibile (επίθ.)
inedia (θηλ.ουσ)
inedificabile (επίθ.)
inedito (επίθ.)
ineducabile (επίθ.)
ineducato (επίθ.)
ineducazione (θηλ.ουσ)
ineffabile (επίθ.)
ineffabilità (θηλ.ουσ)
ineffettuabile (επίθ.)
inefficace (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---