Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


induzióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [indutˈtsjone]

1 συμπέρασμα
2 επαγωγή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  induttore inebetire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

induttanza (θηλ.ουσ)
induttivo (επίθ.)
induttometro (ουσ αρσ )
induttore (ουσ αρσ )
induttore (επίθ.)
induzione (θηλ.ουσ)
inebetire (ρ.αμτβ.)
inebetire (ρ. μτβ.)
inebetirsi (ρ.μ. (αντων.))
inebetito (επίθ.)
inebriamento (ουσ αρσ )
inebriante (επίθ.)
inebriare (ρ. μτβ.)
inebriarsi (ρ.μ. (αντων.))
ineccepibile (επίθ.)
inedia (θηλ.ουσ)
inedificabile (επίθ.)
inedito (επίθ.)
ineducabile (επίθ.)
ineducato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---