Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


induttóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [indutˈtore]

1 πηνίο
2 τμήμα επαγωγικό συσκευής

induttóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [indutˈtore]

Επαγωγικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  induttometro induzione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

industriarsi (ρ. μ. αμτβ.)
industrioso (επίθ.)
induttanza (θηλ.ουσ)
induttivo (επίθ.)
induttometro (ουσ αρσ )
induttore (ουσ αρσ )
induttore (επίθ.)
induzione (θηλ.ουσ)
inebetire (ρ.αμτβ.)
inebetire (ρ. μτβ.)
inebetirsi (ρ.μ. (αντων.))
inebetito (επίθ.)
inebriamento (ουσ αρσ )
inebriante (επίθ.)
inebriare (ρ. μτβ.)
inebriarsi (ρ.μ. (αντων.))
ineccepibile (επίθ.)
inedia (θηλ.ουσ)
inedificabile (επίθ.)
inedito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---