Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinduttóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [indutˈtore] 1 πηνίο 2 τμήμα επαγωγικό συσκευής induttóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [indutˈtore] Επαγωγικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |