Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinebriàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [inebriˈare] 1 προξενώ έκσταση 2 μεθώ (κάποιον) inebriarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [inebriˈarsi] 1 μεθώ 2 εκστασιάζομαι 3 μεθοκοπώ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |