Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inebetìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inebeˈtire]

Αποβλακώνομαι

inebetìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inebeˈtire]

Αποβλακώνω

inebetirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inebeˈtirsi]

Αποβλακώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  induzione inebetito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

induttivo (επίθ.)
induttometro (ουσ αρσ )
induttore (ουσ αρσ )
induttore (επίθ.)
induzione (θηλ.ουσ)
inebetire (ρ.αμτβ.)
inebetire (ρ. μτβ.)
inebetirsi (ρ.μ. (αντων.))
inebetito (επίθ.)
inebriamento (ουσ αρσ )
inebriante (επίθ.)
inebriare (ρ. μτβ.)
inebriarsi (ρ.μ. (αντων.))
ineccepibile (επίθ.)
inedia (θηλ.ουσ)
inedificabile (επίθ.)
inedito (επίθ.)
ineducabile (επίθ.)
ineducato (επίθ.)
ineducazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---