Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indurìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [induˈrire]

1 σκληραγωγώ
2 αποσκληρύνω
3 ξεροψήνω
4 σκληραίνω
5 σκληρύνω

indurìrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [induˈrirsi]

σκληραίνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indurimento indurre  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indulgenza (θηλ.ουσ)
indulgere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
indulto (ουσ αρσ )
indumento (ουσ αρσ )
indurimento (ουσ αρσ )
indurire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
indurirsi (ρ. μ. αμτβ.)
indurre (ρ. μτβ.)
indursi (ρ.μ. (αντων.))
indusio (ουσ αρσ )
industre (επίθ.)
industria (θηλ.ουσ)
industriale (ουσ αρσ και θηλ.)
industriale (επίθ.)
industrialismo (ουσ αρσ )
industrializzare (ρ. μτβ.)
industrializzazione (θηλ.ουσ)
industriarsi (ρ. μ. αμτβ.)
industrioso (επίθ.)
induttanza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---