Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόindurìre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [induˈrire] 1 σκληραγωγώ 2 αποσκληρύνω 3 ξεροψήνω 4 σκληραίνω 5 σκληρύνω indurìrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [induˈrirsi] σκληραίνω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |