Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


induménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [induˈmento]

1 ένδυμα
2 ρούχο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indulto indurimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

induistico (επίθ.)
indulgente (επίθ.)
indulgenza (θηλ.ουσ)
indulgere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
indulto (ουσ αρσ )
indumento (ουσ αρσ )
indurimento (ουσ αρσ )
indurire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
indurirsi (ρ. μ. αμτβ.)
indurre (ρ. μτβ.)
indursi (ρ.μ. (αντων.))
indusio (ουσ αρσ )
industre (επίθ.)
industria (θηλ.ουσ)
industriale (ουσ αρσ και θηλ.)
industriale (επίθ.)
industrialismo (ουσ αρσ )
industrializzare (ρ. μτβ.)
industrializzazione (θηλ.ουσ)
industriarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---