Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόindustriàle
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [indusˈtrjale] ο/η βιομήχανος industriàle επίθετο Προσφορά I.P.A.: [indusˈtrjale] βιομηχανικός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαfumi [αρσ. πλυθ.] industriali = οι αναθυμιάσεις [f.] || stabilimento [αρσ.] industriale = η βιομιχανική εγκατάσταση Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |