Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόindustrializzazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [industrjaliddzatˈtsjone] 1 βιομηχανοποίηση 2 εκβιομηχανισμός 3 εκβιομηχάνιση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |