Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόindustrialìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [industrjaˈlizmo] 1 οργάνωση βιομηχανικής κοινωνίας 2 βιομηχανισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |