Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


industrialìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [industrjaˈlizmo]

1 οργάνωση βιομηχανικής κοινωνίας
2 βιομηχανισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  industriale industrializzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indusio (ουσ αρσ )
industre (επίθ.)
industria (θηλ.ουσ)
industriale (ουσ αρσ και θηλ.)
industriale (επίθ.)
industrialismo (ουσ αρσ )
industrializzare (ρ. μτβ.)
industrializzazione (θηλ.ουσ)
industriarsi (ρ. μ. αμτβ.)
industrioso (επίθ.)
induttanza (θηλ.ουσ)
induttivo (επίθ.)
induttometro (ουσ αρσ )
induttore (ουσ αρσ )
induttore (επίθ.)
induzione (θηλ.ουσ)
inebetire (ρ.αμτβ.)
inebetire (ρ. μτβ.)
inebetirsi (ρ.μ. (αντων.))
inebetito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---