indùlgere
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [inˈdulʤere]
1 ικανοποιώ
2 κάνω τα χατίρια
3 συμμορφώνομαι
4 εντρυφώ
5 δείχνω μεγάλη εύνοια σε κάποιον
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [inˈdulʤere]
1 ικανοποιώ
2 κάνω τα χατίρια
3 συμμορφώνομαι
4 εντρυφώ
5 δείχνω μεγάλη εύνοια σε κάποιον
permalink
indulgere (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android