Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

efèbico (επίθ.) effettóre (ουσ αρσ )
efèbo, èfebo (ουσ αρσ ) effettuàbile (επίθ.)
efedrìna (θηλ.ουσ) effettuabilità (θηλ.ουσ)
efèlide (θηλ.ουσ) effettuàle (επίθ.)
efèmera (θηλ.ουσ) effettuàre (ρ. μτβ.)
Èfeso (κύρ.όν. θηλ.) effettuarsi (ρ.μ. (αντων.))
èffe (ουσ αρσ και θηλ.) effettuazióne (θηλ.ουσ)
effemèride (θηλ.ουσ) efficàce (επίθ.)
effemerotèca (θηλ.ουσ) efficaceménte (επίρ.)
effeminàre (ρ. μτβ.) efficàcia (θηλ.ουσ)
effeminarsi (ρ.μ. (αντων.)) efficiènte (επίθ.)
effeminatézza (θηλ.ουσ) efficienteménte (επίρ.)
effeminàto (ουσ αρσ ) efficientìsmo (ουσ αρσ )
effeminàto (επίθ.) efficiènza (θηλ.ουσ)
effèndi (ουσ αρσ ) effigiàre (ρ. μτβ.)
efferatézza (θηλ.ουσ) effìgie (θηλ.ουσ)
efferàto (επίθ.) effìmera (θηλ.ουσ)
efferènte (επίθ.) effìmero (αρσ. επίθ και ουσ)
effervescènte (επίθ.) efflorescènte (επίθ.)
effervescènza (θηλ.ουσ) efflorescènza (θηλ.ουσ)
effettivaménte (επίρ.) effluènte (ουσ αρσ )
effettività (θηλ.ουσ) effluènte (επίθ.)
effettìvo (ουσ αρσ ) effluìre (ρ.αμτβ.)
effettìvo (επίθ.) efflùsso (ουσ αρσ )
effètto (ουσ αρσ ) efflùvio (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: