Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


efèbo, èfebo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [eˈfɛbo], [ˈɛfebo]

1 εκθηλυμένος νεανίας
2 έφηβος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  efebico efedrina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

edulcorante (ουσ αρσ )
edulcorante (επίθ.)
edulcorare (ρ. μτβ.)
edule (επίθ.)
efebico (επίθ.)
efebo (ουσ αρσ )
efedrina (θηλ.ουσ)
efelide (θηλ.ουσ)
efemera (θηλ.ουσ)
Efeso (κύρ.όν. θηλ.)
effe (ουσ αρσ και θηλ.)
effemeride (θηλ.ουσ)
effemeroteca (θηλ.ουσ)
effeminare (ρ. μτβ.)
effeminarsi (ρ.μ. (αντων.))
effeminatezza (θηλ.ουσ)
effeminato (ουσ αρσ )
effeminato (επίθ.)
effendi (ουσ αρσ )
efferatezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---