Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


efferatézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [efferaˈtettsa]

1 βαρβαρότητα
2 απάνθρωπη συμπεριφορά
3 σκληρότητα
4 θηριωδία
5 αγριότητα
6 ωμότητα
7 στυγερότητα
8 πρωτογονισμός
9 βαναυσότητα
10 αιμοβορία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  effendi efferato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

effeminarsi (ρ.μ. (αντων.))
effeminatezza (θηλ.ουσ)
effeminato (ουσ αρσ )
effeminato (επίθ.)
effendi (ουσ αρσ )
efferatezza (θηλ.ουσ)
efferato (επίθ.)
efferente (επίθ.)
effervescente (επίθ.)
effervescenza (θηλ.ουσ)
effettivamente (επίρ.)
effettività (θηλ.ουσ)
effettivo (ουσ αρσ )
effettivo (επίθ.)
effetto (ουσ αρσ )
effettore (ουσ αρσ )
effettuabile (επίθ.)
effettuabilità (θηλ.ουσ)
effettuale (επίθ.)
effettuare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---