ItalianoGreco


effervescènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [efferveʃˈʃɛntsa]

1 ταραχή
2 αναβρασμός
3 αφρώδες ποτό
4 κοσμοχαλασιά
5 οχλαγωγία
6 διέγερση
7 άφρισμα
8 αναβράζον ποτό


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---