Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


effervescènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [efferveʃˈʃɛntsa]

1 ταραχή
2 αναβρασμός
3 αφρώδες ποτό
4 κοσμοχαλασιά
5 οχλαγωγία
6 διέγερση
7 άφρισμα
8 αναβράζον ποτό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  effervescente effettivamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

effendi (ουσ αρσ )
efferatezza (θηλ.ουσ)
efferato (επίθ.)
efferente (επίθ.)
effervescente (επίθ.)
effervescenza (θηλ.ουσ)
effettivamente (επίρ.)
effettività (θηλ.ουσ)
effettivo (ουσ αρσ )
effettivo (επίθ.)
effetto (ουσ αρσ )
effettore (ουσ αρσ )
effettuabile (επίθ.)
effettuabilità (θηλ.ουσ)
effettuale (επίθ.)
effettuare (ρ. μτβ.)
effettuarsi (ρ.μ. (αντων.))
effettuazione (θηλ.ουσ)
efficace (επίθ.)
efficacemente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---