Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόeffètto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [efˈfɛtto] το αποτέλεσμα, η επίδραση permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαeffetti [αρσ. πλυθ.] speciali = τα ειδικά εφφέ || effetto [αρσ.] serra = το φαινόμενο θερμοκηπίου || ιατρική fare effetto = medicina επιδρώ || in effetti = πράγματι Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |