Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


effettóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [effetˈtore]

1 τμήμα νεύρου που αποστέλλει ώση σε τελικό όργανο αντίδρασης
2 μυς ή αδένας ή κύτταρο που αντιδρά σε νευρική ώση
3 τελεστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  effetto effettuabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

effettivamente (επίρ.)
effettività (θηλ.ουσ)
effettivo (ουσ αρσ )
effettivo (επίθ.)
effetto (ουσ αρσ )
effettore (ουσ αρσ )
effettuabile (επίθ.)
effettuabilità (θηλ.ουσ)
effettuale (επίθ.)
effettuare (ρ. μτβ.)
effettuarsi (ρ.μ. (αντων.))
effettuazione (θηλ.ουσ)
efficace (επίθ.)
efficacemente (επίρ.)
efficacia (θηλ.ουσ)
efficiente (επίθ.)
efficientemente (επίρ.)
efficientismo (ουσ αρσ )
efficienza (θηλ.ουσ)
effigiare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---