Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


effettuabilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [effettuabiliˈta]

1 πρακτικότητα
2 ρεαλιστική εφαρμογή
3 πρακτικές δυνατότητες
4 ιδιότητα του εφικτού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  effettuabile effettuale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

effettivo (ουσ αρσ )
effettivo (επίθ.)
effetto (ουσ αρσ )
effettore (ουσ αρσ )
effettuabile (επίθ.)
effettuabilità (θηλ.ουσ)
effettuale (επίθ.)
effettuare (ρ. μτβ.)
effettuarsi (ρ.μ. (αντων.))
effettuazione (θηλ.ουσ)
efficace (επίθ.)
efficacemente (επίρ.)
efficacia (θηλ.ουσ)
efficiente (επίθ.)
efficientemente (επίρ.)
efficientismo (ουσ αρσ )
efficienza (θηλ.ουσ)
effigiare (ρ. μτβ.)
effigie (θηλ.ουσ)
effimera (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---